λευίτης — ο 1. στην Παλαιά Διαθήκη αυτός που ανήκε στη φυλή του Λευί. 2. κληρικός, ιερέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λευιτῶν — Λευίτης Levite masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευιτῶν — Λευίτης Levite masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευῖται — Λευίτης Levite masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευῖται — Λευίτης Levite masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευίταις — Λευίτης Levite masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευίταις — Λευίτης Levite masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αζαρίας — I Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ιούδα (779 740 π.Χ.).Γιοςτου Αμασίου ή Αμεσσίου και της Ιεχελία. Αναφέρεται και ως Οζίας. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 16 ετών. Η βασιλεία του υπήρξε καλή. Παραμέλησε, όμως, τα καθήκοντά του προς τον Θεό … Dictionary of Greek
левитянин — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. λευίτης) левит … Словарь церковнославянского языка
λευιτικός — ή, ό (AM λευιτικός, ή, όν) [λευίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λευίτες («εἰ μὲν οὖν τελείωσις διὰ τῆς λευιτικῆς ἱερωσύνης ἦν», ΚΔ) 2. το ουδ. ως ουσ. Λευιτικό(ν) τίτλος ενός από τα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης, το τρίτο τής… … Dictionary of Greek